- συνδιαλέγομαι
- συνδιαλέγομαι, συνδιαλέχθηκα βλ. πίν. 140
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συνδιαλέγομαι — ΝΜΑ [διαλέγομαι] συνομιλώ, συζητώ … Dictionary of Greek
συνδιαλέγομαι — συνδιαλέχτηκα, συζητώ, συνομιλώ: Συνδιαλέγονται μυστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδιαλέγομαι — σύν , διά ἀλέγω have a care pres ind mp 1st sg σύν , διά λέγω 1 lay pres ind mp 1st sg σύν , διά λέγω 2 pick up pres ind mp 1st sg σύν διαλέγω pick out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοράομαι — ἀγοράομαι (και ῶμαι) (Α) 1. παρευρίσκομαι σε συνέλευση, παίρνω μέρος σε συζήτηση 2. μιλώ στη συνέλευση, δημηγορώ 3. συνομιλώ, συνδιαλέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγορά. ΠΑΡ. ἀγορητής, ἀγορητός] … Dictionary of Greek
διαλέγομαι — (AM διαλέγομαι) συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, συζητώ αρχ. 1. συσκέπτομαι 2. διαπραγματεύομαι 3. μιλώ δημόσια 4. συναστρέφομαι 5. σκέπτομαι, διαλογίζομαι 6. (για γλώσσα ή διάλεκτο) μιλώ, μεταχειρίζομαι 7. γράφω σε πεζό λόγο 8. (στους Σωκρατικούς)… … Dictionary of Greek
διαμυθολογώ — διαμυθολογῶ ( έω) (Α) 1. ανακοινώνω προφορικά 2. συνομιλώ, συνδιαλέγομαι 3. εξιστορώ, αφηγούμαι … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… … Dictionary of Greek
ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β … Dictionary of Greek
ομιλώ — (ΑΜ ὁμιλῶ, έω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο 2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῑν ἑβραϊστί», Ιώσ.) 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό») 4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς… … Dictionary of Greek